εὔθικτοι

εὔθικτοι
εὔθικτος
touching the point
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εύθικτος — η, ο (ΑΜ εὔθικτος, ον) νεοελλ. αυτός που θίγεται, που προσβάλλεται εύκολα από τους λόγους και τη συμπεριφορά τών άλλων μσν. εύκολα αντιληπτός αρχ. 1. ο εύστοχος, ο επιτυχής («εὐθηβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ», Φίλ.) 2. ο ευφυής, ο έξυπνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”